ἐλάττωμα

ἐλάττωμα
ἐλάττ-ωμα, ατος, τό,
A inferiority, disadvantage, D.18.237, Phld.Rh.2.29S.;

ἐ. ποιεῖν Plb.6.16.3

.
2 loss, defeat, IPE 12.32B15 (pl., Olbia, iii B.C.), Plb.1.32.2, Onos.32.8 (pl.), etc.
3 defect,

κατὰ τὴν ὄψιν D.H.5.23

;

περὶ τὴν λέξιν Id.Th.35

; τὰ τῶν παιδικῶν ἐ. Chor.inRh.Mus.49.510; δωματικὰ ἐ. Hierocl.p.49A., cf. Phld.Ir.p.52 W., al., Iamb.Protr.20 (v. ἐλάσσωμα).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐλάττωμα — inferiority neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελάττωμα — το (AM ἐλάττωμα) 1. μειονέκτημα 2. μειονέκτημα, σωματική ατέλεια («σωματικό ελάττωμα», «ἐλάττωμα περὶ τὴν ὄψιν», «ἐλάττωμα περὶ τὴν λέξιν») 3. μειονέκτημα, ψυχική ή ηθική κατωτερότητα («το ελάττωμα τής κλεπτομανίας», «τὰ τῶν παιδικῶν ἐλαττώματα») …   Dictionary of Greek

  • ελάττωμα — το, ατος 1. ό,τι είναι κατώτερο από αυτό που πρέπει, μειονέκτημα σωματικό ή πνευματικό, κουσούρι. 2. (για άψυχα), έλλειψη, που έχει ως επακόλουθο πλημμελή λειτουργία του πράγματος: Το σπίτι έχει το ελάττωμα να μην έχει καλοριφέρ. 3. εκδήλωση ή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ελάττωμα δέκτη — Ελάττωμα σε έναν δέκτη το οποίο εμποδίζει τη χημική ουσία, η οποία κανονικά συνδέεται με αυτόν, να εκδηλώσει το αποτέλεσμά της …   Dictionary of Greek

  • ἐλάττωμ' — ἐλάττωμα , ἐλάττωμα inferiority neut nom/voc/acc sg ἐλάσσωμι , ἐλαύνω drive aor subj act 1st sg (epic) ἐλάσσωμαι , ἐλαύνω drive aor subj mid 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαττωμάτων — ἐλάττωμα inferiority neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαττώμασι — ἐλάττωμα inferiority neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαττώμασιν — ἐλάττωμα inferiority neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαττώματα — ἐλάττωμα inferiority neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαττώματι — ἐλάττωμα inferiority neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαττώματος — ἐλάττωμα inferiority neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”